βαποριζατέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαποριζατέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική vaporisateur • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαποριζατέρ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαποριζατέρ