Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βαλσάμωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βαλσαμώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βαλσαμώνω