βαθμός ιεροσύνης
Αναθεώρηση : ανακριβής ορισμός. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαβαθμός ιεροσύνης αρσενικό ('καθαρεύουσα: βαθμός ἱερωσύνης)
- (νομικός όρος) βαθμίδα αξιώματος θρησκευτικού λειτουργού
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαθμός ιεροσύνης
|