Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βάφτισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
βάφτισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
βαφτίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
βαφτίζω