Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βάστηξε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
βάστηξε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
βαστάω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
βαστάω