βάλουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαβάλουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βάζω
- θα βάλουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βάζω
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαβάλουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βάλλω
- θα βάλουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βάλλω