Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βάλει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βάζω
  3. θα βάλει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βάζω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βάλει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βάλλω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βάλλω
  3. θα βάλει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βάλλω