αἰτιάζω
Ετυμολογία
επεξεργασία- αἰτιάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αἰτιάζομαι
Ρήμα
επεξεργασίααἰτιάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αἴτιον (σφάλμα)
- ἀναιτίατος (αθώος)
- ἐξαιτιῶμαι
→ και δείτε τη λέξη αἰτία
Πηγές
επεξεργασία- αἰτιάζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].