Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰτιάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αἰτιάζομαι

αἰτιάζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αἰτία