Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἰανής < αἰεί

  Επίθετο επεξεργασία

αἰανής, -ής, -ές (και ιωνικός τύπος αἰηνής)

  1. αιώνιος, ατελεύτητος, ασταμάτητος
  2. οδυνηρός, ενοχλητικός