Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αψιώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αψιώνω

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα)
  1. ζεσταίνομαι
  2. ανάβω από θυμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία