Ετυμολογία

επεξεργασία
αψιώνω < λείπει η ετυμολογία

αψιώνω

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα)
  1. ζεσταίνομαι
  2. ανάβω από θυμό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία