αχιουρές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αχιουρές αρσενικό
- κρητική ονομασία του ασουρέ, πολίτικου γλυκού απο όσπρια, σπόρους, ξηρούς καρπούς και φρούτα.
- (μεταφορικά) πρόσωπο ή πράγμα χωρίς αξία.
αχιουρές αρσενικό