Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχιουρές < τουρκική aşure

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αχιουρές αρσενικό

  1. κρητική ονομασία του ασουρέ, πολίτικου γλυκού απο όσπρια, σπόρους, ξηρούς καρπούς και φρούτα.
  2. (μεταφορικά) πρόσωπο ή πράγμα χωρίς αξία.