Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφόρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αφόρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αφορίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αφορίζω