Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αφυπνιστείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφυπνίζομαι
  2. θα αφυπνιστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφυπνίζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αφυπνίζομαι