Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αφισοκόλλησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αφισοκολλώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αφισοκολλώ