αφικνουμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααφικνουμένων και αφικνούμενων
- γενική πληθυντικού του αφικνούμενος
- γενική πληθυντικού του αφικνούμενη και αφικνουμένη
- γενική πληθυντικού του αφικνούμενο
αφικνουμένων και αφικνούμενων