Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφανές αποθεματικό < αφανές και αποθεματικό

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αφανές αποθεματικό,

  • (λογιστική) αυτό που δεν αναφέρεται ρητά στον ισολογισμό, αλλά εμφανίζεται με την υποτιμημένη εκτίμηση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αποβλέποντας με αυτόν τον τρόπον στην αυτοχρηματοδότησής της.