Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αφαλόκοψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αφαλοκόβω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αφαλοκόβω