αυτοχειριαστείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααυτοχειριαστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοχειριάζομαι
- θα αυτοχειριαστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοχειριάζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αυτοχειριάζομαι