Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτομόλησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αυτομόλησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αυτομολώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αυτομολώ