Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αυτομόλησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αυτομολώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αυτομολώ