Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτολήθη < αυτο- + λήθη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτολήθη θηλυκό

  1. βιωματική παύση
  2. το κώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία