→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτολήθη < αυτο- + λήθη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτολήθη θηλυκό

  1. βιωματική παύση
  2. το κώμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία