αυτοελεγχθείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααυτοελεγχθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοελέγχομαι
- θα αυτοελεγχθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοελέγχομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αυτοελέγχομαι