αυτοανακηρυχτείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααυτοανακηρυχτείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοανακηρύσσομαι
- θα αυτοανακηρυχτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοανακηρύσσομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αυτοανακηρύσσομαι