αυτνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτνός < αυτουνός, προέλευσης από τη μεσαιωνική ελληνική αὐτοῦνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈftnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐τνός
Αντωνυμία
επεξεργασίααυτνός, -η, -ο (δεικτική αντωνυμία)
- (ιδιωματικό) αυτός, τούτος εδώ
- άλλες μορφές: αυτουνός, αυτούνους
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 70.