Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυθεντικώς < αυθεντικός + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

αυθεντικώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία