Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασώτεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ασώτεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ασωτεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ασωτεύω