Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασχήμισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ασχήμισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ασχημίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ασχημίζω