Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αστυνόμευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αστυνομεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αστυνομεύω