Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αστυνόμευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αστυνόμευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αστυνομεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αστυνομεύω