Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστικοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος αστικοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

αστικοποιούμαι

  1. εντάσσομαι στην αστική τάξη
  2. αποδέχομαι την αστική κουλτούρα και τον αστικό τρόπο ζωής
  3. (για περιοχή) μετατρέπομαι σε αστικό κέντρο ή παίρνω τα χαρακτηριστικά του αστικού κέντρου

  Μεταφράσεις επεξεργασία