Ετυμολογία

επεξεργασία
αστεροειδής κινητήρας < → δείτε τις λέξεις αστεροειδής και κινητήρας

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

αστεροειδής κινητήρας αρσενικό

  • (μηχανολογία): κινητήρας που φέρει σειρά κυλίνδρων σε αστεροειδή διάταξη πέριξ του στροφαλοφόρου άξονα.

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία