αστεροειδής κινητήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστεροειδής κινητήρας < → δείτε τις λέξεις αστεροειδής και κινητήρας
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αστεροειδής κινητήρας αρσενικό
- (μηχανολογία): κινητήρας που φέρει σειρά κυλίνδρων σε αστεροειδή διάταξη πέριξ του στροφαλοφόρου άξονα.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστεροειδής κινητήρας