Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασσόδυο < άσσος + δύο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασσόδυο ουδέτερο

  • παιχνίδι που παίζεται στο τάβλι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία