ασουρούπωτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασουρούπωτα < α- + σουρουπώνει + τα
Επίρρημα επεξεργασία
ασουρούπωτα
- πριν έρθει το σούρουπο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σουρουπώνει
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασουρούπωτα
|