Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αρρώστησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αρρωσταίνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αρρωσταίνω