Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρρώστησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αρρώστησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αρρωσταίνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αρρωσταίνω