αρμενοβίλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρμενοβίλ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρμενοβίλ ουδέτερο άκλιτο
- (γλυκό) ημι-παγωμένο γλυκό (σεμιφρέντο) από μπεζέδες, κρέμα και καραμελωμένα αμύγδαλα
- ※ Απαριθμώ ελάχιστα από τον τιμοκατάλογο : Τοστ, μπραλίνες, μοκατσίνο, σοκολάτα βιενουά, περιέ, fredo παγωτό και γενικά κάθε είδους παγωτό κουπ Χαβάη, κουπ αρμενοβίλ (Αντί, τεύχη 834-839, 2005, σελ. 66)
- ※ και οι μεγάλοι ρευστό να κάνουν μόστρα στις γκομενίτσες της εποχής – να κερνάνε όλο το τραπέζι στο ζαχαροπλαστείο μπιράλ κι αρμενοβίλ και να κάνουν τους σπουδαίους (Αύγουστος Κορτώ, Το βιβλίο της Κατερίνας, εκδ. Πατάκης, 2016)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρμενοβίλ
|