κουπ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουπ < (λόγιο δάνειο) γαλλική coupe[1] < couper (κόβω, χτυπάω) < coup (χτύπημα) < παλαιά γαλλική colp / cop < δημώδης λατινική *colpus < λατινική colaphus < αρχαία ελληνική κόλαφος (αντιδάνειο) [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουπ θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουπ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κουπ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κουπ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.