αραβοκρατούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.kɾaˈtu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βο‐κρα‐τού‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίααραβοκρατούμαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αραβοκρατούμαι | αραβοκρατούμουν | θα αραβοκρατούμαι | να αραβοκρατούμαι | αραβοκρατούμενος | |
β' ενικ. | αραβοκρατείσαι | αραβοκρατούσουν | θα αραβοκρατείσαι | να αραβοκρατείσαι | ||
γ' ενικ. | αραβοκρατείται | αραβοκρατούνταν | θα αραβοκρατείται | να αραβοκρατείται | ||
α' πληθ. | αραβοκρατούμαστε | αραβοκρατούμασταν αραβοκρατούμαστε |
θα αραβοκρατούμαστε | να αραβοκρατούμαστε | ||
β' πληθ. | αραβοκρατείστε | αραβοκρατούσασταν αραβοκρατούσαστε |
θα αραβοκρατείστε | να αραβοκρατείστε | αραβοκρατείστε | |
γ' πληθ. | αραβοκρατούνται | αραβοκρατούνταν | θα αραβοκρατούνται | να αραβοκρατούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αραβοκρατήθηκα | θα αραβοκρατηθώ | να αραβοκρατηθώ | αραβοκρατηθεί | ||
β' ενικ. | αραβοκρατήθηκες | θα αραβοκρατηθείς | να αραβοκρατηθείς | αραβοκρατήσου | ||
γ' ενικ. | αραβοκρατήθηκε | θα αραβοκρατηθεί | να αραβοκρατηθεί | |||
α' πληθ. | αραβοκρατηθήκαμε | θα αραβοκρατηθούμε | να αραβοκρατηθούμε | |||
β' πληθ. | αραβοκρατηθήκατε | θα αραβοκρατηθείτε | να αραβοκρατηθείτε | αραβοκρατηθείτε | ||
γ' πληθ. | αραβοκρατήθηκαν αραβοκρατηθήκαν(ε) |
θα αραβοκρατηθούν(ε) | να αραβοκρατηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αραβοκρατηθεί | είχα αραβοκρατηθεί | θα έχω αραβοκρατηθεί | να έχω αραβοκρατηθεί | αραβοκρατημένος | |
β' ενικ. | έχεις αραβοκρατηθεί | είχες αραβοκρατηθεί | θα έχεις αραβοκρατηθεί | να έχεις αραβοκρατηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αραβοκρατηθεί | είχε αραβοκρατηθεί | θα έχει αραβοκρατηθεί | να έχει αραβοκρατηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αραβοκρατηθεί | είχαμε αραβοκρατηθεί | θα έχουμε αραβοκρατηθεί | να έχουμε αραβοκρατηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αραβοκρατηθεί | είχατε αραβοκρατηθεί | θα έχετε αραβοκρατηθεί | να έχετε αραβοκρατηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αραβοκρατηθεί | είχαν αραβοκρατηθεί | θα έχουν αραβοκρατηθεί | να έχουν αραβοκρατηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αραβοκρατούμαι
|
Πηγές
επεξεργασία- αραβοκρατούμαι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας