Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποχαιρέτισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποχαιρετίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποχαιρετίζω