Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποφοίτησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αποφοίτησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αποφοιτώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αποφοιτώ