Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποφλοίωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αποφλοίωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αποφλοιώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αποφλοιώνω