Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποτοξίνωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποτοξινώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποτοξινώνω