Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποτέφρωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αποτέφρωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αποτεφρώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αποτεφρώνω