Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποτέλειωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αποτέλειωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αποτελειώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αποτελειώνω