Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποσυγχρόνισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποσυγχρονίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποσυγχρονίζω