αποσυγχρονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσυγχρονίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίααποσυγχρονίζω
- σταματώ τον συγχρονισμό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσυγχρονίζω | αποσυγχρόνιζα | θα αποσυγχρονίζω | να αποσυγχρονίζω | αποσυγχρονίζοντας | |
β' ενικ. | αποσυγχρονίζεις | αποσυγχρόνιζες | θα αποσυγχρονίζεις | να αποσυγχρονίζεις | αποσυγχρόνιζε | |
γ' ενικ. | αποσυγχρονίζει | αποσυγχρόνιζε | θα αποσυγχρονίζει | να αποσυγχρονίζει | ||
α' πληθ. | αποσυγχρονίζουμε | αποσυγχρονίζαμε | θα αποσυγχρονίζουμε | να αποσυγχρονίζουμε | ||
β' πληθ. | αποσυγχρονίζετε | αποσυγχρονίζατε | θα αποσυγχρονίζετε | να αποσυγχρονίζετε | αποσυγχρονίζετε | |
γ' πληθ. | αποσυγχρονίζουν(ε) | αποσυγχρόνιζαν αποσυγχρονίζαν(ε) |
θα αποσυγχρονίζουν(ε) | να αποσυγχρονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσυγχρόνισα | θα αποσυγχρονίσω | να αποσυγχρονίσω | αποσυγχρονίσει | ||
β' ενικ. | αποσυγχρόνισες | θα αποσυγχρονίσεις | να αποσυγχρονίσεις | αποσυγχρόνισε | ||
γ' ενικ. | αποσυγχρόνισε | θα αποσυγχρονίσει | να αποσυγχρονίσει | |||
α' πληθ. | αποσυγχρονίσαμε | θα αποσυγχρονίσουμε | να αποσυγχρονίσουμε | |||
β' πληθ. | αποσυγχρονίσατε | θα αποσυγχρονίσετε | να αποσυγχρονίσετε | αποσυγχρονίστε | ||
γ' πληθ. | αποσυγχρόνισαν αποσυγχρονίσαν(ε) |
θα αποσυγχρονίσουν(ε) | να αποσυγχρονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσυγχρονίσει | είχα αποσυγχρονίσει | θα έχω αποσυγχρονίσει | να έχω αποσυγχρονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσυγχρονίσει | είχες αποσυγχρονίσει | θα έχεις αποσυγχρονίσει | να έχεις αποσυγχρονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσυγχρονίσει | είχε αποσυγχρονίσει | θα έχει αποσυγχρονίσει | να έχει αποσυγχρονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσυγχρονίσει | είχαμε αποσυγχρονίσει | θα έχουμε αποσυγχρονίσει | να έχουμε αποσυγχρονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσυγχρονίσει | είχατε αποσυγχρονίσει | θα έχετε αποσυγχρονίσει | να έχετε αποσυγχρονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσυγχρονίσει | είχαν αποσυγχρονίσει | θα έχουν αποσυγχρονίσει | να έχουν αποσυγχρονίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσυγχρονίζω