Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποστράβωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αποστράβωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αποστραβώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αποστραβώνω