Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποστείρωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αποστείρωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αποστειρώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αποστειρώνω