Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσπερματίζω < απο- + σπέρμα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αποσπερματίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία