αποσαφηνιζομένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
αποσαφηνιζομένων και αποσαφηνιζόμενων
- γενική πληθυντικού του αποσαφηνιζόμενος
- γενική πληθυντικού του αποσαφηνιζόμενη και αποσαφηνιζομένη
- γενική πληθυντικού του αποσαφηνιζόμενο