Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποπροσανατόλισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αποπροσανατόλισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αποπροσανατολίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αποπροσανατολίζω