αποπολιτικοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποπολιτικοποιούμαι, π.αόρ.: αποπολιτικοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αποπολιτικοποιημένος
- (πολιτική) παθητική φωνή του ρήματος αποπολιτικοποιώ
αποπολιτικοποιούμαι, π.αόρ.: αποπολιτικοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αποπολιτικοποιημένος