Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπολιτικοποιώ < απο- + πολιτικοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

αποπολιτικοποιώ (παθητική φωνή: αποπολιτικοποιούμαι)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

|}