Ετυμολογία

επεξεργασία
αποπολιτικοποιώ < απο- + πολιτικοποιώ

αποπολιτικοποιώ (παθητική φωνή: αποπολιτικοποιούμαι)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

|}